ὄρυξ — pickaxe masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… … Dictionary of Greek
Ὄρυξ' — Ὄρυξι , Ὄρυξις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγεσσι — ὄρυξ pickaxe masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγεσσιν — ὄρυξ pickaxe masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγων — ὄρυξ pickaxe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρυγα — ὄρυξ pickaxe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρυγας — ὄρυξ pickaxe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρυγε — ὄρυξ pickaxe masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρυγες — ὄρυξ pickaxe masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)